λεπτόρρυτος

λεπτόρρυτος
λεπτό-ρρῠτος, ον,
A thinly- flowing,

ὕδωρ Hp.Ep.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτόρρυτος — λεπτόρρυτος, ον (Α) λεπτόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος, χρυσό ρρυτος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόρρυτον — λεπτόρρυτος thinly flowing masc/fem acc sg λεπτόρρυτος thinly flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”